καταρρέζω

καταρρέζω
καταρρέζω (Α)
1. θωπεύω, χαϊδεύω («χειρί τέ μιν κατέρεξεν», Ομ. Ιλ.)
2. ψηλαφίζω («ἀκάνθας ἦκα καταρρέξειεν», Οππ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ῥέζω «εκτελώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καρρέξαι — καταρρέζω pat aor inf act καρρέξαῑ , καταρρέζω pat aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρέξαι — καταρρέζω pat aor inf act καταρρέξαῑ , καταρρέζω pat aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρέξαι — καταρρέζω pat aor inf act καταρέξαῑ , καταρρέζω pat aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρρέζειν — καταρρέζω pat pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρρέζουσα — καταρρέζω pat pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρέζειν — καταρρέζω pat pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρέζεσκε — καταρρέζω pat imperf ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρέζουσα — καταρρέζω pat pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρέζουσαν — καταρρέζω pat pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρέζων — καταρρέζω pat pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”